
Ελληνική Οικονομία – Τα αίτια της οικονομικής δυσχέρειας *

Η χώρα μας, μετά από την ανασυγκρότηση και έπειτα, πάντα είχε ένα ιδιαίτερο πρόβλημα με το προσαρμοστεί με τις άλλες στο θέμα της οικονομίας. Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε ιδιαίτερα προνομιακό χώρο γεωγραφικά για την ανάπτυξη του εμπορίου, η Ελλάδα δυσκολευόταν και δυσκολεύεται οικονομικά. Στο συγκεκριμένο άρθρο θα επιχειρήσω να αναλύσω τα αίτια της οικονομικής δυσχέρειας.
Ένα από τα βασικά αίτια που συντελούν στη διαχρονική οικονομική δυσχέρεια της Ελλάδας είναι η έλλειψη σταθερής και μακροπρόθεσμης οικονομικής στρατηγικής. Η χώρα συχνά λειτουργεί με γνώμονα τη διαχείριση της εκάστοτε κρίσης και όχι με όραμα για βιώσιμη ανάπτυξη. Οι αλλεπάλληλες αλλαγές κυβερνήσεων και η έλλειψη συνέχειας στις πολιτικές αποφάσεις οδηγούν σε αποσπασματικά μέτρα που δεν λύνουν τα βαθύτερα διαρθρωτικά προβλήματα. Παράλληλα, η γραφειοκρατία και η φορολογική αστάθεια αποθαρρύνουν τόσο τις εγχώριες όσο και τις ξένες επενδύσεις. Επιπλέον, η υπερβολική εξάρτηση από τον δημόσιο τομέα και η καθυστερημένη στροφή προς την παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντων επιβραδύνουν την πρόοδο. Όλα τα παραπάνω συνδυάζονται με μια χρόνια αδυναμία στην εκπαιδευτική και τεχνολογική αναβάθμιση, η οποία θα μπορούσε να προσφέρει ένα πιο ανταγωνιστικό ανθρώπινο δυναμικό.
Ενας άλλος λόγος, ίσως είναι η υποβάθμιση του ευρώ. Εξαιτίας αυτής της υποβάθμισης, βλέπουμε ότι κοστίζουν περισσότερο τα προϊόντα εισαγωγής. Οι πολίτες με τη σειρά τους έχουν αποδυναμωμένη αγοραστική δύναμη. Υπάρχει ιδιαίτερη πίεση στην απόδοση μισθών. Με αυτό το τρόπο, όσο αξιες νομίσματων όπως τα σεντς και τα φράγκα ανέβαινουν, τόσο η ελληνική οικονομία κινδυνεύει να φτάσει στα Τάρταρα για άλλη μια φορά, κάτι που απευχόμαστε.
Επιπλέον, η υποτίμηση του ευρώ ενισχύει τον φαύλο κύκλο αβεβαιότητας, καθώς οι επιχειρήσεις αναβάλλουν επενδύσεις και επεκτατικά σχέδια λόγω της δυσκολίας στον προγραμματισμό κόστους και εσόδων – κάτι που οδηγεί σε μειωμένη παραγωγική δυναμικότητα και χαμηλότερη απασχόληση. Παράλληλα, η αυξημένη αίσθηση ανασφάλειας ωθεί τόσο τα νοικοκυριά όσο και τις επιχειρήσεις σε μεγαλύτερη αποταμίευση «στο σεντούκι», περιορίζοντας τις καταναλωτικές δαπάνες και τη ζήτηση για εγχώρια προϊόντα και υπηρεσίες. Η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, με τη σειρά της, επιβαρύνει το φορολογικό σύστημα, μειώνοντας τα δημόσια έσοδα και καθιστώντας δυσκολότερη τη χρηματοδότηση κρίσιμων υποδομών και κοινωνικών δαπανών. Επιπλέον, το φάντασμα της υποτίμησης στρέφει τους επενδυτές σε πιο «ασφαλή καταφύγια» (όπως το δολάριο ή άλλα ισχυρότερα νομίσματα), προκαλώντας εκροές κεφαλαίων που στερούν από την ελληνική οικονομία πολύτιμη ρευστότητα. Αυτές οι εκροές, σε συνδυασμό με την ήδη περιορισμένη πρόσβαση σε φθηνό χρηματοπιστωτικό κόστος λόγω των υψηλών περιθωρίων επιτοκίων, καθιστούν ιδιαιτέρως δύσκολη τη διαχείριση του δημοσίου χρέους και υπονομεύουν την προσπάθεια επανόδου σε βιώσιμη ανάπτυξη. Τέλος, η συσσώρευση πληθωριστικών προσδοκιών – καθώς πολίτες και επιχειρήσεις αναμένουν νέες αυξήσεις τιμών – μπορεί να οδηγήσει σε αυτοεκπληρούμενες επιπτώσεις, όπου η απλή προσδοκία υποτίμησης επιταχύνει την πραγματική υποτίμηση και εντείνει περαιτέρω τις πιέσεις στο βιοτικό επίπεδο. Με αυτόν τον τρόπο, η υποβάθμιση του κοινού μας νομίσματος όχι μόνο επιβαρύνει το παρόν, αλλά θέτει σε κίνδυνο την προοπτική μιας μακροπρόθεσμης, σταθερής ανάκαμψης.
Κινδυνεουμε λοιπόν με μια δεύτερη κρίση; Η απάντηση είναι πως κάτι τέτοιο δε μπορούμε να το προβλέψουμε. Εάν όμως η κυβέρνηση συνεχίσει να διαθέτει πόρους στην εισαγωγή προϊόντων και οικονομική ενίσχυση σε άλλες χώρες, θα υπάρξει σοβαρό πρόβλημα. Η λύση σε αυτό είναι οι περισσότερες εξαγωγές προϊόντων. Οφείλουμε να έχουμε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στα προϊόντα μας. Όπως έλεγε και ο οικονομολόγος και φιλόσοφος Αντάμ Σμιθ «Όλα τα χρήματα είναι θέμα πίστης»
Η ενίσχυση της εξαγωγικής δραστηριότητας δεν είναι απλώς οικονομικός στόχος, αλλά στρατηγική επιβίωσης για μια χώρα όπως η Ελλάδα, που διαθέτει μοναδικά ποιοτικά προϊόντα, από αγροτικά αγαθά μέχρι τεχνολογικές καινοτομίες που παραμένουν συχνά αναξιοποίητες. Για να επιτύχουμε κάτι τέτοιο, απαιτείται ουσιαστική στροφή της πολιτικής βούλησης: στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μείωση της γραφειοκρατίας, προσβάσιμη χρηματοδότηση και αναβάθμιση των εξαγωγικών μηχανισμών. Παράλληλα, πρέπει να ενισχυθεί η ταυτότητα του ελληνικού brand στο εξωτερικό, ώστε να συνοδεύεται από κύρος και εμπιστοσύνη – το θεμέλιο, άλλωστε, κάθε οικονομικής συναλλαγής. Όταν οι ίδιοι οι πολίτες αρχίσουν να πιστεύουν πραγματικά στην αξία των ελληνικών προϊόντων, τότε και οι ξένες αγορές θα ακολουθήσουν. Η αυτάρκεια, συνδυασμένη με μια εξωστρεφή αντίληψη της παραγωγής, μπορεί να θωρακίσει τη χώρα απέναντι σε μελλοντικούς κραδασμούς. Είναι καιρός να περάσουμε από την παθητική αναμονή στην ενεργητική δημιουργία, επενδύοντας στην αυτάρκεια, στην ποιότητα και στη μακρόπνοη εξωστρέφεια.
Συνοψίζοντας, η ελληνική οικονομία αποτελεί αντικείμενο μελέτης για τον μέσο πολίτη εδώ και πολλά χρόνια. Θεωρώ, ως φοιτήτρια φιλοσοφίας, ότι όπως σε όλους τους τομείς, έτσι και εδώ, πρέπει να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος και να μη τα επαναλάβουμε. Οφείλουμε να δώσουμε ακόμη μια ευκαιρία στη χώρα μας και στις δυνατότητες της. Ισως, τότε, να καταφέρουμε αυτο που θέλαμε από το 1828: πραγματική οικονομική ανεξαρτησία.
*Φωτεινή Τζουβελέκη,
φοιτήτρια φιλοσοφίας.
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.