Η ΤΥΧΗ ΤΗΣ ΝΕΡΑΪΔΑΣ…!
Η ΤΥΧΗ ΤΗΣ ΝΕΡΑΪΔΑΣ…!
Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Όταν μεγαλώνουν οι νεραΐδες την μεγαλύτερη την έριχναν μέσα σε μια μεγάλη καταβόθρα (τρούπα) που ήτανε στην γη την Νεραϊδότρουπα. Αυτή ήτανε μια τρανή τρούπα ίσα μ’ ένα αλωνάκι και ότι έριχνες μέσα χανότανε.
Μολογάγε η νόνα μου, ότι εκεί ένα Αυγουστιάτικο βράδυ με φεγγαράδα εκεί κοντούλια με την νεραϊδότρουπα πήγανε να χορέψουν τρογύρω από ευτούνη οι νεράιδες και μετά να ρίξουνε μέσα αυτή που ’χε σειρά. Έλεγε η νόνα μου, οι νεράιδες δεν πεθαίνουνε, γιατί άμα πεθάνουνε στον απάνου κόσμο, αλιά από εκείνο το χωριό που είναι κοντά, γιατί γίνουνται κατσιμπουχέρια και διαβόλοι.
Ευτούνες είχανε ένα έθιμο, την τρανύτερη από δαύτες όταν ερχότανε ο καιρός, οι άλλες οι νεότερες την ρίνουνε μέσα στην καταβόθρα να χαθεί και να μην ξανά σώσει να βγει στην γη.
Εκείνο το βράδυ έπρεπε να πάνε δεκατρείς και να γυρίσουνε δώδεκα.
Πήγανε και πιαστήκανε στον χορό και την ώρα που χορεύανε εκείνη που είχε την σειρά να πέσει μέσα φοβήθηκε κι έκαμε πως στραμπούλιξε το πόδι της και δεν μπορούσε να φέρει τους δώδεκα γύρους του χορού.
Επειδής ο χορός έπρεπε να γίνει και να φέρουνε δώδεκα γύρους, την αφήκανε στην άκρη και εκείνες συνεχίσανε τον χορό τους. Την ώρα που χορεύανε τηράνε μέσα στο σκοτάδι να ζυγώνει ένας άνθρωπος μ’ ένα δαυλί στα χέρια. Τότενες απολυθήκανε από τον χορό και σκορπίσανε ούλες και πιλαλώντας χαθήκανε μέσα στο σκοτάδι. Τότενες βρήκε την ευκαιρία κι έφυγε και εκείνη που είχε σειρά να πέσει στην καταβόθρα.
Επειδή η δόλια φοβήθηκε την καταβόθρα δεν πήγε κοντά τους, αλλαξοδρόμισε και βγήκε πέρα από τον λόγγο κατά το χωριό και πιλαλώντας έγινε χαϊτή.
Μετά από κάμποση ώρα ξανά γυρίσανε οι νεράιδες για να συνεχίσουν τον χορό τους και να ρίξουν στην καταβόθρα την ταμένη.
Όμως δεν τήνε βρήκαν εκεί, ψάξανε τρογύρω γύρω ούληνε την νύχτα, την κράζανε όπως είχανε μαθημένο, μέχρις που κόντεψε να χαράξει. Τότενες είπανε, ότι αφού δεν μπορούσε να περπατήσει θα σούρθηκε μέχρι την άκρη της καταβόθρας και θα ’πεσε μέσα. Αφού ζύγωνε να χαράξει η αυγή φύγανε και γίνανε χαϊτές.
Η νεράιδα που γλίτωσε, αλάργεψε και πήγε σ’ άλλους τόπους. Όμως κανείς δεν τήνε ζύγωνε διότι τα μούτρα της, όταν τήνε είδε ο ήλιος ζαρώσανε κι ασχημύνανε πολύ, τα μαλλιά της γίνανε ρόκα και δεν τηραγότανε στα μπιτ μούτρα.
Από εκείνη την βραδιά, που λάκιξε από τις νεράιδες, ποτές της δεν έβγαινε την νύχτα όξω. Την νύχτα έμπαινε μέσα σ’ εκκλησίες και τρούπωνε μέσα κι άμα είχε και φεγγάρι, τότενες τρούπωνε σαν τον τυφλοπόντικα γιατί φοβότανε μην τάχα και τήνε βρούνε οι άλλες νεράιδες και τήνε σκοτώσουνε.
Τις νύχτες κάπου – κάπου άκουγε κράξιμο από νεράϊδες, αλλά αυτή έκανε τον ψόφιο κοριό.
Όμως για να ζήσει και να την αγαπήσει ο κόσμος έβαλε και έκαμε ότι είχε μάθει από τις παλιές και τρανύτερες νεράιδες, άρχισε να κάνει γιατροσόφια, να διαβάζει τις μοίρες των ανθρώπων και να κουβεντιάζει με τα ζωντανά.
Ο κόσμος κατάλαβε ότι είχε μαντικές ικανότητες και ήξερε πολλά, χωρίς όμως να ξέρει πως τα έμαθε και από πούθενες ήρθε στον τόπο τους.
Η φήμη της έφτασε και στα αυτιά του βασιλιά. Τότε εκείνος έστειλε ανθρώπους και την φέρανε μέσα στο παλάτι του, για να την συμβουλεύεται. Εκείνη μόλις πήγε μέσα στο παλάτι και είδε τα πλούτη και πως περνούσε ο βασιλιάς, έμεινε με ανοικτό το στόμα.
Ο βασιλιάς της πρόσφερε όλα τα καλούδια, και της είπε αρκεί να τον υπηρετεί και θα περνάει ζωή και κότα. Η νεράιδα δέχτηκε και έμενε μέσα στον βασιλιά, έτρωγε και καθότανε ούλη την ημέρα μόνο κάπου –κάπου ο βασιλιάς την φώναζε και του έλεγε την μοίρα του.
Μια μέρα ο βασιλιάς την κάλεσε και της είπε να πάει κοντά με τον στρατό του, στον πόλεμο κι εκεί θα είναι ο στρατηγός του και θα το συμβουλεύει.
Η νεράιδα δέχθηκε και πήγε κοντά με το στρατό του. Τα βράδια επειδή ήτανε καλοκαίρι κοιμόσαντε όξω στα χωράφια.
Ευτούνη είχε αναδωσιές, σκιαζότανε μιας και είχε φεγγαράδα ότι θα ερχόσαντε οι νεράϊδες να την βρούνε, αλλά έλεγε από μέσα της, πώς να ζυγώσουνε μέσα σε τόσο στρατό που είναι τρογύρω.
Ένα βράδυ τα μεσάνυχτα που το φεγγάρι ήτανε σαν ολόχρυσο τεψί, από μακριά αγκουρμαζόσαντε βιολιά και ταβούλια να βαρούνε. Στην αρχή οι στρατιώτες τα χάσανε, αλλά μετά είδανε καμμιά δεκαριά τσουπαρώνες γύφτισσες να ’ρχονται χορεύοντας και βαρώντας τα βιολιά και τα ταβούλια τους.
Μπλεχτήκανε μέσα στο στράτευμα και οι στρατιώτες μιας και είδανε γυναίκες πέσανε απάνου τους. Κανά δυο από δαύτες πήγανε και βρήκανε την νεράιδα του βασιλιά, που καθότανε κοντά στον στρατηγό και την κοντοζυγώσανε και την σηκώσανε με το ζόρι να χορέψει μαζί τους. Εκεί που χορεύανε η μια έβγαλε ένα μαχαίρι και χωρίς να την πάρει κανείς χαμπάρι της έμπηξε το μαχαίρι στην νεφραμιά της και την άφηκε στον τόπο. Μέχρι να πάρουνε χαμπάρι τι έγινε, απάνου στην ανακατοσούρα, η φόνισσα νεράιδα και οι άλλες γίνανε χαϊτές σαν αστραπή, λες και άνοιξε η γης και τις κατάπιε.
Η μοίρα της νεράιδας έγραφε ότι έπρεπε να είχε πεθάνει από καιρό και επειδή ξέφυγε, και μαρτυρούσε τα μυστικά τους, εκείνες την ακολουθήσανε από πίσω μέχρι που βρήκανε την ευκαιρία και την σκοτώσανε.
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.